περισσοτεχνία

περισσοτεχνία
η, ΝΑ
1. η υπερβολική ακρίβεια στην τέχνη, η υπερβολική επιτήδευση
2. η μεγάλη μαστοριά, η επιδεξιότητα στην τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -τεχνία (< -τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι-τεχνία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περισσοτεχνίᾳ — περισσοτεχνίᾱͅ , περισσοτεχνία over exactness in art fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσοτεχνίαι — περισσοτεχνίᾱͅ , περισσοτεχνία over exactness in art fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”